- πραλίνα
- η, Νείδος γλυκίσματος με βασικό υλικό το καβουρντισμένο αμύγδαλο ή φουντούκι.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. praline, από το όνομα τού στρατηγού du Plessis-Praslin, τού οποίου ο μάγειρος την εφεύρε].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.